-
1 разве
разве μήπως· τάχα· \разве он приехал? μήπως αυτός ήρθε;* * *ра́зве он прие́хал? — μήπως αυτός ήρθε
-
2 нет
απρόσ. ως κατηγ.1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•
нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•
в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•
у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).
2. όχι, δεν•все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•
он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•
нет ещё όχι ακόμα.
3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;
4. μόριοεπιτακ. όχι, για, πω-πώ.5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.7. έλλειψη, ανέχεια•на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.
εκφρ.и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέουдаи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•на нет – στο ελάχιστο•свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού. -
3 разве
μόριο κ. σύνδ.1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•
разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•
разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;
2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•я ничего не.знаю
- только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο).
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Σμέρδις — Γιος του Κύρου και νεώτερος αδελφός του Καμβύση. Όταν ο Καμβύσης βρισκόταν στην Αίγυπτο μαζί με το Σ., αποφάσισε να στείλει τον αδελφό του πίσω στην Περσία. Οταν ο Σ. έφυγε για την Περσία, ο Καμβύσης είδε στον ύπνο του ότι ήρθε ένας αγγελιοφόρος… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
Ιερώνυμος ο εκ Πράγας — (1374 – 1416). Βοημός θεολόγος. Σπούδασε στην Κολονία, στη Χαϊδελβέργη, στο Παρίσι και στην Οξφόρδη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αγγλία ήρθε σε επαφή με τη διδασκαλία του Άγγλου μεταρρυθμιστή Βίκλεφ και έγινε φανατικός οπαδός του. Όταν… … Dictionary of Greek
Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η … Dictionary of Greek